Μία φορά κι έναν καιρό

ήτο ένα σπιτικό,

όπου ο κύρης και η κυρά

είχανε τρία παιδιά.

Ένα παντρεμένο αγόρι

μια μικρή και μια μεγάλη κόρη.


Μα ας τα πάρω απ’ την αρχή,

να μη γυρίζω πίσω

και την αφήγηση χαλώ.

Πάμε λοιπόν στην εποχή,

μετά τον πρώτο πελαργό,

γι αυτούς να σας μιλήσω.








Η κυρά νοικοκυρά

και ο κύρης χρυσοχόος,

ενώ ’σαν ευτυχείς κι δυο

με τον πρωτότοκο υιό,

τους έμοιαζε το σπιτικό

χωρίς μια κόρη, …λιγοστό.


‘Μα θα ’ναι πάντα πιο μικρή

και δεν θα παίζουμε μαζί.’

είπε τ’ αγόρι στην κυρά.

‘Θα έχει κούκλες, τσαγιερά

και θα ασχολείται μ’ άλλα.

Σαν ουρά θα μ’ ακολουθεί

κι ούτε θα παίζει μπάλα.

Ωραία παρέα θα έχω!

Μόνο θα την προσέχω.’









‘Τότε καλύτερα θαρρώ’,

είπε ο κύρης στον υιό,

‘να ‘ρθούνε δυο κορίτσια.

Να πίνουνε τσάι μαζί

στα ίδια τα σερβίτσια.

Και θα προσέχει η μια την άλλη

και η άλληνε τη μία.

Δεν είναι’ ωραία δύο αδερφές

να χεις, από καμία;’


‘Αν είναι έτσι… δέχομαι

και συμφωνώ μαζί σου.

Θα τις προσέχω λέω και θα

τις αγαπάω εξίσου.’


Γέλασε ο κύρης στην κυρά

και η κυρά στον κύρη

και κίνησαν ουρανό και γη

διασχίσαν θάλασσες και όρη

για να ‘βρουνε τη συνταγή

« Τι Πρέπει Για Να Κάνεις Κόρη »








κι έβαλε χάρη η κυρά

ευγένεια και ήθος,

ψηλόλιγνη κορμοστασιά,

ο βασικός ο λίθος.


Την τέχνη του όλη έβαλε

κι όλα τα δυνατά του

κι ο κύρης, να είναι κόσμημα

άριστο τα παιδιά του.


Είπε ,

‘Θα φτιάξω εγώ δυο κούκλες

με χρυσαφένιες μπούκλες.

Τοπάζια και σμαράγδια

θα χουν τα βλέμματά τους.’

Και με καράτια φόρτωσε

χρυσάφι την καρδιά τους .








Κύλησαν χρόνοι έπειτα

μεγάλωναν οι κόρες,

μαζί η κυρά κι ο κύρης

και ο μικρός τους ο υιός

έγινε νοικοκύρης.


Κι απ’ την αγάπη του υιού

και της καλής του νύφης

μεγάλωσε το σπιτικό

και στην αυλή του φύτρωσε

ένα μικρό λουλούδι,

μίαν εγγόνα γελαστή,

ένα σωστό αγγελούδι.


‘Τώρα εγώ, θα είμαι θεία’

είπε η μεγάλη κόρη,

‘και θα φροντίσω η ανιψιά

να γίνει μια κυρία.’

‘Οπότε θα της μάθω εγώ

το πώς να μαγειρεύει.’

είπ’ η κυρά και η άλλη κόρη της:

‘Εγώ πώς να χορεύει!’








Χάρηκ’ η νύφη που έτρεξαν

να ασχοληθούν μαζί της

και να συνδράμουν θέλησαν

εις την ανατροφή της.


‘Με όλα αυτά που είδα,

τη ζεστασιά και την αγάπη

και όλων τους τη φροντίδα,

θα μοιραστούν τα βάρη.

Μήπως με τόση χάρη

το σπιτικό χρειάζεται

και ένα παλικάρι;’,


η νύφη ερωτούσε.

Σκεπτόμενη και για να δει,

μήπως και ο καλός της

έναν υιό ποθούσε.









Κίνησε ο άντρας δίπλα της

για να της απαντήσει

και στο αυτί της έγειρε,

γλυκά να ψιθυρίσει:


‘Από το σπίτι μου έμαθα

κι απ’ το λοιπό το βιός μου,

πως οι γυναίκες στη ζωή

είναι ο θησαυρός μου.


Όμορφα λέω θα να ‘τανε

να ‘χαμε κι ένα αγόρι.

Όμως το σπίτι λιγοστό

με μοναχά μια κόρη.’